- ὑποτερπούσας
- ὑποτερπούσᾱς , ὑπό-τέρπωdelightpres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)ὑποτερπούσᾱς , ὑπό-τέρπωdelightpres part act fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.